- συνεμπνέω
- συνεμ-πνέω,A inspire along with,
μετὰ τῶν λόγων μένος καὶ θυμόν Phld.Ind.Sto.35
.II blow favourably on,τοῖς ἀγῶσι Longin.9.11
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μετὰ τῶν λόγων μένος καὶ θυμόν Phld.Ind.Sto.35
.τοῖς ἀγῶσι Longin.9.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεμπνέω — Α 1. εμφυσώ, εμβάλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο («μετὰ τῶν λόγων μένος καὶ θυμὸν συνεμπνεῑν», Φιλόδ.) 2. φυσώ ευνοϊκά … Dictionary of Greek
συνεμπνεῖ — συνεμπνέω inspire along with pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) συνεμπνέω inspire along with pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέμπνους — ουν και οος, οον, Μ [συνεμπνέω] αυτός που εμπνεύσθηκε κάτι μαζί, συμμέτοχος («ὦ συνεργοὶ καὶ συνέμπνοοι φίλαι», Νικήτ. Ευγ.) … Dictionary of Greek